захрипеть - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

захрипеть - translation to πορτογαλικά


захрипеть      
enrouquecer , ficar rouco
- Olhe, Ivan Nikiforovitch, para si - replicou Ivan Ivanovitch fazendo uma figa. E com estas palavras, bateu a porta, que se fechou gemendo nos gonzos. Desejoso de ser o último a falar, Ivan Nikiforovitch ainda apareceu à porta, mas Ivan Ivanovitch já tinha atravessado o pátio sem se dignar olhar para trás.      
- Вот вам за это, Иван Никифорович! - отвечал Иван Иванович, выставив ему кукиш и хлопнув за собою дверью, которая с визгом захрипела и отворилась снова. Иван Никифорович показался в дверях и что-то хотел присовокупить, но Иван Иванович уже не оглядывался и летел со двора.

Ορισμός

захрипеть
сов. перех. и неперех.
1) а) неперех. Начать хрипеть, издавая горлом глухие сиплые звуки (о человеке или животном).
б) Начать издавать звуки, подобные хрипению (о чем-л.).
2) разг. Закричать, заговорить, залаять и т.п. хриплым голосом.